Προχώρησα με βήμα αργό προς την πόρτα. Τρικλίζοντας, βρήκα με δυσκολία την κλειδαρότρυπα, έστριψα το κλειδί, την άνοιξα κι έπειτα την έκλεισα με δύναμη. Περίεργο συναίσθημα, αλλά δεν ένιωσα ότι έκλεινα απλώς τη σκουριασμένη πόρτα του δωματίου ενός φτηνού ξενοδοχείου με τον αριθμό διακόσια δεκαπέντε να ορθώνεται γυρτός στο πάνω μέρος της. Ένιωσα πως έκλεινα πίσω μια ζωή, τη σκουριασμένη πόρτα μιας ζωής. Μιας ζωής που έζησα, αλλά δεν έζησα. Ο αριθμός διακόσια δεκαπέντε σ' αυτήν την πόρτα έλαμπε δια της απουσίας του. Ξάπλωσα παραδομένος στο κρεβάτι κι οι σκέψεις άρχισαν να στροβιλίζουν στο μεθυσμένο μυαλό μου.
Η κηδεία έλαβε χώρα νωρίς το πρωί. Σε μια γωνία
στεκόμουνα και θρηνούσα σιωπηλά ενώ διάφοροι άγνωστοι έκλαιγαν με δάκρυα
υποκρισίας για τον χαμό του παιδιού μου. Ή μήπως τελικά ήταν ο δικός μου
σιωπηλός θρήνος υποκριτικός; Στην πραγματικότητα εγώ ήμουν ένας άγνωστος
ανάμεσα σε οικείους. Ένα παράταιρο ψεγάδι, σαν μια ρυτίδα στο τέλειο πρόσωπο
της Μόνα Λίζα. Ένας λιπόψυχος υποκριτής πάντα έτοιμος να κατηγορήσει τους άλλους.
Τουλάχιστον εκείνοι "οι άλλοι" προφανώς τον είχανε γνωρίσει. Είχαν
ανταλλάξει μια καλημέρα. Μια καληνύχτα. Υπήρξαν με κάποιο τρόπο, οποιονδήποτε,
μέρος της ζωής του. Στην κηδεία παρευρισκόντουσαν και πολλά νεαρά άτομα.
Λογικό. Φίλοι και φίλες του γιου μου ή κι απλώς γνωστοί και γνωστές. Σ' αυτές
τις ηλικίες είσαι πιο ευαίσθητος, δεν έχει προλάβει ο κορεσμός της ζωής να
καταρρακώσει την ανθρωπιά σου κι ο θάνατος οποιουδήποτε προσώπου που γνώριζες
έστω κι ελάχιστα σε συγκλονίζει ομολογουμένως περισσότερο. Με μερικά από αυτά
τα παιδιά ο γιος μου πιθανότατα να είχε πιει μαζί τους κι ένα ποτήρι κρασί. Ή
μια μπύρα. Ίσως να είχανε στρίψει στα κρυφά κάνα «τσιγαριλίκι». Ίσως να είχανε
μοιραστεί τα όνειρά τους και τις πρώιμες απογοητεύσεις της εφηβείας τους. Με
κάποιες από τις μαυροφορεμένες, αλλά κι άψογα μακιγιαρισμένες κοπέλες, ίσως να
είχε περάσει μια νύχτα νεανικού πάθους. Ή και περισσότερες. Ελπίζω να είχε
προλάβει να περάσει έστω μια τέτοια νύχτα. Ίσως κάποια απ' αυτές τις κλαίουσες
νεαρές υπάρξεις να την είχε αγαπήσει. Ή να τον είχε αγαπήσει.
Ένιωθα σαν ακάλεστος σ' ένα διεστραμμένο πάρτι.
Καταραμένε Μαρκήσιε Ντε Σαντ, δεν ξεπρόβαλλες από πουθενά παρά μόνο μέσα από τα
βρωμερά, σκοτεινά σοκάκια του μυαλού μου! Κοιτούσα τα τεκταινόμενα από απόσταση,
όπως κοιτάζει ένας βολεμένος κοιλαράς σκηνές πολέμου στις ειδήσεις, αραγμένος
στον τριθέσιο καναπέ του μασουλώντας πατατάκια. Κρυμμένος πίσω από τα ακριβά
μαύρα γυαλιά μου και τη γερασμένη κορμοστασιά ενός πρόωρα παρακμασμένου
σαρανταπεντάρη που κάποτε, αιώνες πριν θαρρείς, ήταν ένα παιδί γεμάτο ενέργεια,
ζωντάνια κι επαναστατικότητα και πλέον ένιωθε σωματικά αλλά και ψυχικά
συνομήλικος του Μαθουσάλα. Έχω την εντύπωση πως κανένας δεν με αναγνώρισε.
Κανένας δεν ασχολήθηκε μαζί μου. Ποιος είμαι, ούτως ή άλλως, για να ασχοληθεί
κανείς μαζί μου;
Μόνο η Ελισάβετ με αναγνώρισε. Δεν ήρθε να μου
μιλήσει φυσικά. Αλλά με είδε. Με κοίταξε βαθειά μες στα μάτια, έστω και πίσω
απ' τα μαύρα γυαλιά που φορούσαμε κι οι δυο. Το ξέρω ότι με είδε. Το ξέρω ότι
με αναγνώρισε. Το ξέρω ότι με έψαξε. Το ξέρω ότι αισθάνθηκε την παρουσία μου
στον χώρο, ακόμα κι αν δεν θα μπορούσε να ήξερε αν βρισκόμουν εκεί. Έχουν
περάσει άλλωστε χρόνια από τότε που έφυγα από την Ελλάδα. Από την πατρίδα μου.
Από το "σπίτι" μου που πια μου μοιάζει τόσο ξένο. Ο αγγελιοφόρος των
κακών μαντάτων ήταν ο Αλέξανδρος, ο αδερφικός μου φίλος, ο πραγματικός αδερφός
που δεν είχα ποτέ, όχι η Ελισάβετ. Εκείνη δεν μπήκε καν στον κόπο, ούτε έστω
από τυπικότητα ή μνησικακία.
Η Ελισάβετ...
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Τόσος
καιρός, τόσος πολύς καιρός. Μακρύς κι επίπονος. Για κάποιους σαν τον γιο μου
μια ολόκληρη ζωή. Τι κι αν το παιδικό μου πρόσωπο γέρασε κι αγρίεψε τόσο. Τι κι
αν τα μαύρα μακριά σγουρά μαλλιά μου, για τα οποία συνήθιζα να είμαι τόσο
περήφανος, έδωσαν τη θέση τους σ' ένα κοντό, τυπικό κούρεμα μεσήλικα του οποίου
το κεφάλι είχε πια αρχίσει να γκριζάρει. Τι κι αν δεν θεώρησε καν χρέος της να
επικοινωνήσει μαζί μου λόγω της περίστασης. Με αισθάνθηκε. Με έψαξε. Με
αναγνώρισε.
Εκείνη μου
φάνηκε ίδια. Ολόιδια. Λες κι ο χρόνος δεν είχε καμία επίδραση πάνω της. Το ξέρω
πως η Ελισάβετ έχει αλλάξει αρκετά. Ίσως περισσότερο απ' ότι έχω αλλάξει εγώ.
Το διαπιστώνω τώρα που ανακαλώ εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη φευγαλέα ματιά στο
μυαλό μου. Κρυμμένη πίσω από το έντονο, αλλά και προσεγμένο μακιγιάζ της και τα
μαύρα γυαλιά της. Ο λαιμός της, ωστόσο, το πρόσωπό της, το δέρμα της, παρότι
δεν το άγγιξα (και τι δεν θα 'δινα για να το άγγιζα!) είχανε χάσει εκείνη τη
νεανική απαλότητα που είχανε παλιότερα. Κι η λάμψη... αυτή η λάμψη της που σε
θάμπωνε σαν αναπάντεχη κατραπακιά στον σβέρκο, έμοιαζε να 'χε χαθεί! Όλα αυτά,
ωστόσο, εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να τα αντιληφθώ. Εκείνη η στιγμή
παγιδεύτηκε στον χωροχρόνο. Αποτυπώθηκε, όχι στο πίσω μέρος του μυαλού μου,
αλλά βαθιά μες στην καρδιά μου. Μαζί με όλες τις υπόλοιπες εκείνες σπουδαίες κι
ανέγγιχτες από τον χρόνο στιγμές. Καλές ή κακές...
Με κοίταξε, με κοίταξε μονάχα για μια
στιγμή. Μα δεν ήρθε να μου μιλήσει. Και φοβήθηκε να ξαναρίξει πάνω μου το
βλέμμα της.
Μετά την τελετουργία δεν πήγα στην καθιερωμένη
σύναξη για καφέ και κονιάκ και τα τυπικά συλλυπητήρια σε 'κείνο το θλιβερό,
λιθόστρωτο καφενείο δίπλα απ' το νεκροταφείο, με το μαυροντυμένο γκαρσόνι να
στέκει δίπλα στο περβάζι με μια ψεύτικη θλίψη «ζωγραφισμένη» στο πρόσωπό του σαν
να ήταν έτοιμος να παραλάβει το βραβείο Oscar για ερμηνεία Β’
Αντρικού Ρόλου. Όσον αφορά τον πρωταγωνιστή, έκανε το μόνο που μπορούσε να
κάνει. Το έβαλε στα πόδια! Έφυγα σαν τον κυνηγημένο, σχεδόν τρέχοντας, λες και
με τη φυγή θα άφηνα πίσω μου τις ερινύες που με κυνηγούσανε. Κλείστηκα σ' ένα
καφενείο το οποίο βρισκόταν σ' ένα στενό δρομάκι καμιά κατοσταριά μέτρα μακριά
από το νεκροταφείο. Ήταν "παλαιού τύπου", μου έκανε εντύπωση που
υπάρχουν ακόμα τέτοια. Άρχισα να πίνω. Κατά καιρούς αφέθηκα σε διαφόρων ειδών
εξαρτήσεις στη ζωή μου. Μια από αυτές ήταν και το αλκοόλ. Ποτέ μου όμως δεν
υπήρξα πραγματικός πότης, από αυτούς που αντί για καφέ έχουν ανάγκη μια γερή
ρουφηξιά ουίσκι για ν' ανοίξει το μάτι τους. Έμεινα εκεί για ώρες, σε μια
απόμερη γωνιά, αγκαλιάζοντας τα άσπρα τοιχώματα, παρατηρώντας στοχαστικά έναν
περίεργο πίνακα που απεικόνιζε ένα πηγάδι και μια γυναίκα με αρκαδική φορεσιά
που προσπαθούσε να βγάλει νερό, τοποθετημένο μέσα σε μια χρυσή, σκουριασμένη
κορνίζα. Η μεσήλικη, κατάκοπη σερβιτόρα, με το κακόγουστο μπεζ φουστάνι και την
κάπως αστεία προφορά, συνέχιζε να με σερβίρει, ρωτώντας με ανά τακτά χρονικά
διαστήματα αν ήμουν καλά κι αν είχα να την πληρώσω. Μετά από το καφενείο, δεν είχα
ιδέα πόσες ώρες είχανε περάσει καθώς είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει κι αφού
τακτοποίησα την οφειλή μου πήγα σ' ένα μπαρ και μετά σ' άλλο, μα παρότι ένιωσα
το στομάχι μου να διαμαρτύρεται από τη βάρβαρη ποσότητα αλκοόλ που του
διοχέτευα, το μυαλό μου δεν έλεγε να ξεφύγει. Μια παρέα νεαρών καθόταν πίσω μου
και σε κάποια στιγμή υπέπεσε στην αντίληψή μου πως έκαναν ένα σχόλιο για την
κατάστασή μου. Δεν έδωσα σημασία. Τοιουτοτρόπως αντέδρασα όταν μια γυναίκα
νεαρότερη από μένα, αλλά με έντονα σημαδεμένες τις κακουχίες της ζωής στο
πρόσωπό της, μου ζήτησε φωτιά κι έπειτα προσπάθησε να μου πιάσει την κουβέντα.
Δεν μπορούσα να δραπετεύσω από τις σκέψεις μου. Έτσι, λίγο πριν από τα
μεσάνυχτα παράτησα την μάταιη προσπάθεια μου να γίνω «λιώμα» και βγήκα στον
δρόμο, περπάτησα, φώναξα δυνατά τις ασυνάρτητες σκέψεις μου στη μέση της
ασφάλτου σαν τους τρελούς, αποφεύγοντας σαν καταδρομέας τα διερχόμενα οχήματα
και δεχόμενος στωικά τα «κοσμητικά» επίθετα των οδηγών, ώσπου μπήκα στο πρώτο
ξενοδοχείο που βρήκα και να 'μαι εδώ, να γράφω στο χαρτί όσα με καίνε μέσα μου,
με μια φωτιά η οποία σιγοκαίει κάθε ζωντανό κύτταρο του οργανισμού μου.
Στο πορτοφόλι μου, σε μια μικρή, απόμερη
τσεπούλα, βρίσκονται καταχωνιασμένες δύο φωτογραφίες κι ένα μικρό χαρτάκι,
κιτρινισμένο πια απ' τη φθορά του χρόνου που πάνω του γράφει «σ' αγαπώ». Ένα
δικό της «σ' αγαπώ». Άραγε το εννόησε ποτέ; Μάλλον ποτέ δεν θα το μάθω. Δεν
ξέρω αν θα' θελα να το μάθω. Από την άλλη, δεν νομίζω να το εννοούσε. Δεν
γίνεται να το εννοούσε. Πρέπει να έλεγε ψέματα, καθώς δεν είπε ποτέ της
«αντίο». Μήπως όμως είπα εγώ; Αλλά με ξεπέρασε. Με την πρώτη ευκαιρία. Με τον
πρώτο μαλάκα που βρέθηκε μπροστά της και μπόρεσε να εκμεταλλευτεί για να
εκπληρώσει τους σκοπούς της. Γιατί μια γυναίκα μπορεί να προσποιηθεί τα πάντα,
να βλέπει τα πάντα με μια υπολογιστική ψυχρότητα, να είναι τα πάντα μέρος του
σχεδίου της. Τουλάχιστον μια γυναίκα σαν την Ελισάβετ μπορεί. Γι' αυτό και
μπόρεσε απλά να χαθεί. Να γίνει ρομπότ. Να μη νιώσει καν την ανάγκη να με
ψάξει. Να με προσπεράσει όπως θα προσπερνούσε τη φιγούρα ενός αγνώστου που θα
περπατούσε δίπλα της στο πεζοδρόμιο.
Όχι, μαλακίες
κάθομαι και γράφω. Δεν γίνεται να μην το εννοούσε, δεν γίνεται να μην εννοούσε
το "σ' αγαπώ" όταν με κοίταζε βαθιά μες στα μάτια, με μια ματιά
εξερευνητική, αλλά και τόσο σίγουρη και σταθερή, με μια ματιά-ογκόλιθο, ματιά
ερωτευμένης γυναίκας, και μου 'λεγε αυτές τις δυο μικρές λεξούλες.
«Σ' αγαπώ».
Η μια από τις φωτογραφίες είναι μια δικιά της
φωτογραφία. Την είχα τραβήξει σε μια από τις κρυφές μας βόλτες, μακριά από τα
φώτα της δημοσιότητας, σε κάποιο απόμερο λιμανάκι ενός νησιού του Αιγαίου, δεν
θυμάμαι πια που ακριβώς. Ή δεν θέλω να θυμάμαι. Ή δεν θέλω να παραδεχτώ ότι δεν
έχω ξεχάσει απολύτως τίποτα... Φορούσε ένα αέρινο γαλάζιο φορεματάκι και στα
μάτια μου φαινότανε πιο ερωτεύσιμη, πιο αγγελική από ποτέ, καθώς περπατώντας
δίπλα στη θάλασσα έμοιαζε με γοργόνα που την ξέβρασαν τα κύματα στην ακτή για
να έρθει και να γεμίσει με νόημα τη ζωή μου. Δεν αναζητούσε με αγωνία από τους
περαστικούς ναυτικούς να μάθει αν ζούσε ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Έμοιαζε
παραδομένη σε μια ιδεατή Ιθάκη.
Η άλλη είναι
μια φωτογραφία του γιου μου, όταν ήταν ακόμα στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Φορούσε ένα μπλε ολόσωμο φορμάκι με τιράντες κι ένα καπελάκι των Los Angeles Lakers για να τον προστατεύει από τον ήλιο κι έμοιαζε σαν λιλιπούτειος υδραυλικός
από την Καλιφόρνια! Βέβαια την εποχή που μου την έστειλε η Ελισάβετ εγώ
είχα ήδη αρχίσει να ξαναχτίζω τη ζωή μου στη Σουηδία κι ο μικρός πρέπει να
'τανε ήδη στα τρία ή στα τέσσερα του χρόνια. Μέσω αυτής της φωτογραφίας κι ενός
μικρού σημειώματος που τη συνόδευε είχα μάθει πως είχα γίνει για πρώτη φορά
πατέρας. Δεν την είχα πιστέψει τότε. Είχα τόσο μίσος μέσα μου για 'κείνη.
Κοίταζα και ξανακοίταζα την εικόνα κι είχα πείσει τον εαυτό μου πως το παιδί
δεν μου έμοιαζε καθόλου. Τώρα όμως που παρατηρώ ξανά αυτή τη φωτογραφία την
πιστεύω. Τώρα ξέρω.
Αυτή η φωτογραφία είναι η μοναδική δική του που
έχω. Είναι επίσης κι η μοναδική επαφή που είχα ποτέ με τον γιο μου. Ποτέ μου
δεν τον είδα από κοντά. Ζωντανό τουλάχιστον κι όχι μέσα… κι όχι μέσα σ' ένα
παγωμένο φέρετρο... Ποτέ μου δεν τον γνώρισα. Ποτέ μου δεν του μίλησα. Παρότι
το ήθελα, παρότι με βασάνιζε αυτή η απουσία από τη ζωή μου όποτε ξεχνούσα πως
είχα πείσει τον εαυτό μου πως έπρεπε να ξεχάσει την ύπαρξή του, την ύπαρξή της.
Ποτέ μου δεν βρήκα τη δύναμη. Δεν ήμουνα δίπλα του όταν περπάτησε για πρώτη
φορά. Ποτέ δεν έμαθα ποια ήταν η πρώτη λέξη που ψευτοσυλλάβισε. Δεν του κράταγα
το χέρι την πρώτη μέρα που πήγε στο σχολείο. Δεν του φόρεσα το κασκόλ της
αγαπημένης μου ομάδας και δεν τον πήγα ποτέ στο γήπεδο να δούμε μαζί
ποδόσφαιρο, να τραγουδήσουμε συνθήματα, να πανηγυρίσουμε και να ξεσπαθώσουμε
βρίζοντας κι εκσφενδονίζοντας κατάρες. Πόσο μου έχει λείψει αυτό! Δεν ήμουνα
εκεί για να του δώσω μια πατρική συμβουλή όταν στην εφηβεία του ένιωθε τα πρώτα
σκιρτήματα της καρδιάς. Μια συμβουλή την οποία ίσως να μη μου τη ζητούσε ποτέ.
Δεν έχει σημασία. Εγώ έπρεπε να ήμουνα εκεί. Αυτό το παιδί δεν γνώρισε ποτέ
πατέρα. Δεν ξέρω καν αν έμαθε ποτέ ποιός ήταν ο πατέρας του. Δεν ξέρω καν αν
ποτέ του μίλησε η Ελισάβετ για μένα. Δεν ξέρω αν περίμενε κάτι από μένα όταν
μου γνωστοποιούσε μέσω εκείνου του γράμματος την ύπαρξή του ή αν απλώς ήθελε να
με εκδικηθεί. Δεν ξέρω αν η δίκη μου ροπή προς την πλήρη αδιαφορία ήταν επίσης
μια μορφή εκδίκησης εκ μέρους μου. Δεν ξέρω αν μπορώ να εξιλεωθώ με το να γίνω
ο ιδανικός πατέρας για τα εναπομείναντα παιδιά μου. Αλλά καλύτερα να ξεκινήσω
να διηγούμαι την ιστορία από την αρχή...
Το άνωθεν κείμενο είναι η εισαγωγή του ακυκλοφόρητου μέχρι σήμερα βιβλίου "Το Πέταγμα του Ικάρου" του Δημοσθένη Καραγιαννόπουλου, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο προσωπικό του blog. http://deadangel04.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου